υφηνιοχος

υφηνιοχος
    ὑφηνίοχος
    ὑφ-ηνίοχος
    ὅ Hom., Xen. = ἡνίοχος См. ηνιοχος

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "υφηνιοχος" в других словарях:

  • ὑφηνίοχος — charioteer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υφηνίοχος — ὁ, Α [ἡνίοχος] 1. αρματηλάτης, υπηρέτης αγωνιστή αρματηλασίας 2. βοηθός ηνιόχου 3. (κατά τον Φώτ.) ο ηνίοχος …   Dictionary of Greek

  • ὑφηνιόχου — ὑφηνίοχος charioteer masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑφηνιόχῳ — ὑφηνίοχος charioteer masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑφηνίοχον — ὑφηνίοχος charioteer masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υφηνιοχώ — έω, Α [ὑφηνίοχος] 1. είμαι βοηθός ηνιόχου 2. είμαι ηνίοχος 3. παθ. ὑφηνιοχοῡμαι (για άρματα) οδηγούμαι πίσω από άλλο …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»